- θολόσταχτη
- η και θολόσταχτο, τοτο σταχτόνερο με το οποίο διαποτίζονται τα ασπρόρουχα μετά το πρώτο πλύσιμο για να καθαρίσουν εντελώς, η αλισίβα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλισία — και αλισιά και αλουσιά, η σταχτόνερο, δηλ. νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησιμοποιείται για το λούσιμο τής κεφαλής ή για το πλύσιμο μαγειρικών σκευών, εσωρούχων κ.λπ. αλισίβα, θολόσταχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. lissia για τον τ. αλουσιά πρβλ.… … Dictionary of Greek
αλισίβα — Όρος με τον οποίο στην τεχνική ορολογία χαρακτηρίζεται ένα αλκαλικό διάλυμα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική liscivium. Η α. παράγεται από την τέφρα των ξύλων, αφού βράσει με νερό. Τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για το πλύσιμο των ασπρορούχων.… … Dictionary of Greek
θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… … Dictionary of Greek
θολόσταχτο — το βλ. θολόσταχτη … Dictionary of Greek